αἰόλλονται

αἰόλλονται
αἰόλλω
to shift rapidly to and fro
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιόλλω — αἰόλλω (Α) (σε χρήση μόνο στον ενεστώτα) [αἰόλος] 1. στρέφω, κινώ κάτι γρήγορα εδώ κι εκεί 2. (παθητικό με μέση σημασία) (για καρπούς) αλλάζω χρώμα, ωριμάζω «ὄμφακες αἰόλλονται» τα άγουρα σταφύλια αλλάζουν χρώμα, ωριμάζοντας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”